Κυρίες και κύριοι διαβάστε με προσοχή δύο κείμενα του Ρωμαίου Συγκλητικού Μενένιου Άπιου, γραμμένα πριν από 2300 χρονια.
Αρέσει στον Έλληνα να δίνει στον ασθενέστερο, στον αβοήθητο. Είναι κι’ αυτό ένας τρόπος υπεροχής. Ακόμη υπάρχουν ποιητές
πολλοί και τεχνίτες στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Πλησίασέ τους καθώς είναι χρέος σου και πες μου αν άκουσες κανέναν από αυτούς ποτέ να επαινεί τον ομότεχνό του. Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους ο Έλληνας. Δεν χαίρεται τον έπαινο. Χαίρεται όμως τον ψόγο και γι’ αυτόν βρίσκει πάντα καιρό. Για την κατανόηση την αληθινή, αυτήν που βγαίνει από τη συμπάθεια γι’ αυτό που κατανοείς, δεν θέλει τίποτε να θυσιάσει. Το κίνητρο της δικαιοσύνης δεν τον κινεί για να επαινέσει ό,τι αξίζει τον έπαινο. Θαυμάζει ότι είναι ο δικός του κόσμος. Κάθε άλλον τον υποτιμά. Όταν ένας πολίτης άξιος δεν αναγνωρίζεται κατά την αξία του, λέει ο Έλληνας ¨αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ ο αξιότερός του, τι πειράζει αν και αυτός δεν αναγνωρίζεται¨. Ο εγωκεντρισμός αφαιρεί από τον Έλληνα τη δυνα-
τότητα να είναι δίκαιος.
«Κινημένος από την ίδια εγωπάθεια, τη ρίζα αυτή του κάθε ελληνικού κακού, ο Έλληνας δεν συγχωρεί στον συμπολίτη του καμιά προκοπή. Όποιος τον ξεπεράσει, ο Έλληνας τον φθονεί με πάθος και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίσει από εκεί που ανέβηκε θα το κάνει. Μα το πιο σπουδαίο, για να καταλάβεις τον Έλληνα, είναι να σπουδάσεις τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τον
φθόνο του, τον τρόπο που εφηύρε για να γκρεμίζει καλύτερα. Είναι ένας τρόπος πιο κομψός από το δικό μας γέννημα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεντου αρέσει η χοντροκομμένη δολοφονία στους διαδρόμους του παλατιού, αλλά η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδος αναίμακτου, ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και εντελέστερου που αφήνει του δολοφονημένου τη σάρκα σχεδόν ανέπαφη, να περιφέρει την ατίμωση και τη γύμνια της στους δρόμους και τις πλατείες. Γιατί και τη συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι Έλληνες, οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου. Η τέχνη είναι να βρίσκεις τον διφορούμενο λόγο, που άμα σε ρωτήσουν γιατί τον είπες, να μπορείς να πεις πως τον είπες με την καλή σημασία και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται ότι πρέπει να τον εννοήσει με την κακή του σημασία. Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με το οποίο πολεμάει ο Έλληνας τον Έλληνα, ο ηγέτης τον ηγέτη, ο φιλόσοφος τον φιλόσοφο, ο ποιητής τον ποιητή, αλλά και ο ανάξιος τον άξιο, ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό».
Αφιερωμένο στους υβριστές και λασπολόγους της πόλης μας, αυτούς που οι πολίτες θα στείλουν στο περιθώριο το Νοέμβριο.